-
1 κάθ-ημαι
κάθ-ημαι (s. ἧμαι), ion. κάτημαι; inf, καϑῆσϑαι; conj. κάϑωμαι, Eur. I. A. 1177, καϑώμεϑα Hel. 1084, wie Dem. 4, 44, aber καϑῆται Ar. Equitt. 751; opt. καϑοίμην, Ar. Lys. 149 (v. l. καϑήμεϑα), καϑοῖτο Ran. 919; Xen. Cyr. 5, 1, 7; Plat. Theag. 130 e; κάϑῃ, = κάϑησαι, Hyperid. bei B. A. 100, 32, vgl. Lob. zu Phryn. 360; imperf. ἐκαϑήμην, auch καϑῆστο, Eur. Bacch. 1102 u. Plat., καϑῆντο Ar. Eccl. 302, καϑῆσϑε Dem. 25, 22, v. l. ἐκάϑησϑε, s. Poll. 3, 89; – sitzen, dasitzen, sich niederlassen; αὐτός τε κάϑησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς Il. 2, 191; ἀκέουσα καϑῆστο, schweigend saß sie da, 1, 569; ἕκηλοι σφοῖσιν ἐνὶ μεγάροισι καϑείατο 11, 76; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16, 407; ἐπ' ἀκτῆς Od. 5, 82; ἐν λεχέεσσι 10, 497; behaglich sitzen, thronen, 16, 264; übh. sich wo aufhalten, bes. ruhig verweilen, βουσὶν ἐπ' ἀλλοτρίῃσι, bei fremden Ochsen, 20, 221; ἐν σκότῳ καϑήμενος Pind. Ol. 1, 83; οὔτοι κάϑησϑε δωμάτων ἐφέστιοι ἐμῶν Aesch. Suppl. 360; προςπεσόντα βωμῷ καϑῆσϑαι τῷ Ποσειδῶνος Soph. O. C. 1160; καϑήμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων Ant. 407, wo ἐκ aus dem Zusammenhange klar ist, von dort aus spähend; ἕδραν Eur. Heracl. 55; ϑρόνῳ El. 315 ( ἐν ϑρόνῳ Plat. Prot. 315 c, ἐπὶ δίφρου Rep. I, 328 c); ἀσπίδων ἔπι Phoen. 1476; πρὸς τὸ πῦρ Ar. Vesp. 773; ἐπὶ τῇ τραπέζῃ Dem. 49, 42; κατήμενος ἐν τῇ τάξι Her. 9, 72) bes. ruhig dasitzen, sich ruhig, müßig verhalten, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι 3, 134; ἐν πένϑεϊ μεγάλῳ 1, 45; ἐβούλετο προϊέναι καὶ μὴ καϑῆσϑαι Thuc. 4, 124, wie Dem. vrbdt μέλλοντας ἡμᾶς καὶ καϑημένους, 4, 9; οὐδὲν ποιοῦντες ἐνϑάδε καϑήμεϑα, μέλλοντες ἀεί 11, 17; sich lagern, καϑημένου αὐτοῦ περὶ τούτους τοὺς χώρους Thuc. 2, 101, wie 2, 20, von einer Belagerung. – Es ist auch das eigtl. Wort von den zu Gericht sitzenden Richtern, Ar. Nubb. 208; οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάϑηται ὁ δικαστής Plat. Apol. 35 c, öfter; Aesch. 1, 162; οἱ καϑήμενοι = σύνεδροι Thuc. 5, 85; die Zuschauer, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – Aufgestellt sein, stehen, οἱ Σειληνοὶ οἱ ἐν τοῖς ἑρμογλυφείοις καϑήμενοι Plat. Conv. 215 a; ἀ νδριάντα ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑήμενον Arist. Pol. 5, 12; – gelegen sein, Ηλις ἡ Διὸς γείτων κάϑηται Eur. bei Strab. VIII, 563. – Von Gegenden, niedrig liegen, Ael. V. H. 3, 1, χωρία H. A. 16, 12, v. l. καϑειμένα.
-
2 καθημαι
ион. κάτημαι (κᾰ) (impf. ἐκαθήμην - 2 и 3 л. sing. καθῇσο и καθῆτο или καθῆστο, pl. καθῆσθε и καθῆντο; inf. καθῆσθαι; part. καθήμενος; conjct. ναθῶμαι; opt. καθοίμην или καθήμην)1) садиться(παρὰ τέν θάλασσαν NT.; αὐτός τε κάθησο καὴ ἄλλους ἵδρυε λαούς Hom.)
2) сидеть(ἐπὴ πέτρῃ Hom.; ἕδραν Eur.; πρὸς τὸ πῦρ Arph.; ἐφ΄ ἵππων Xen.; θρόνῳ Eur. и ἐν θρόνῳ Her.; ἐπὴ δίφρου Plat.; ἐπὴ τῇ τραπέζῃ Dem.; ἐπάνω τοῦ λίθου NT.)
ἐκ τοῦ μέσου κ. Her. — садиться в стороне (от спорящих сторон), т.е. оставаться нейтральным3) заседатьοἱ καθήμενοι Thuc., Arst. — участники заседания;
ἡμῶν ναθημένων Xen. — пока мы (здесь) заседаем, т.е. на этом же нашем совещании или не откладывая вопроса4) оставаться, пребывать, находиться(ἐνὴ μεγάροισι Hom.; ἐν πένθεϊ μεγάλῳ Her.)
5) оставаться на месте, сидеть без дела(προϊέναι καὴ μέ κ. Thuc.; ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι Her.)
6) сидеть за работой, вести сидячий образ жизни(κ. καὴ σκιατραφεῖσθαι Xen.)
οἳ ἐπ΄ αὐτῷ τούτῳ κατέαται (= атт. κάθηνται) Her. — те, которые сидят над этим, т.е. занимаются этим делом7) размещаться, располагаться (лагерем)(περὴ τὰς Ἀχαρνάς Thuc.)
8) выставляться, быть установленным9) находиться обитать, жить(ἐπὴ πρόσωπον τῆς γῆς, ἐν σκότει NT.)
См. также в других словарях:
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek